ΑΥΤΗ Η ΒΟΛΤΑ ΗΤΑΝ ΚΑΤΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΑΠΟ ΣΕΝΑ!
Με λένε Άγγελο.
Είμαι μόλις έξι χρονών.
Φυσικά και δεν ξέρω ακόμα να γράφω τόσο καλά. Είμαι τόσο μικρούλης άλλωστε, όπως μου έλεγε πάντα η μεγάλη μου αδερφή. Θέλεις να σου μιλήσω για εκείνη; Είναι έξι χρόνια μεγαλύτερη μου. Έχει καστανόξανθα πλούσια μαλλιά και πράσινα μάτια. Εγώ πάλι γιατί νομίζω ότι μου έδωσαν λάθος όνομα; Ένας άγγελος σίγουρα θα έμοιαζε σαν την Εβίτα μας. Είμαι σίγουρος γι’ αυτό που σου λέω τώρα. Με βοηθούσε πάντα στα μαθήματα μου. Με φρόντιζε. Συχνά μου έλεγε ότι ήμουν σαν δώρο όταν ήρθα στη ζωή γιατί πριν από εμένα βαριόταν φριχτά. Κάποιες φορές βέβαια με μαλώνει. Θυμώνει μαζί μου γιατί της πειράζω τα πράγματα.
Εκείνο το απόγευμα βγήκαμε οι δυο μας βόλτα λίγο πριν πάει στο φροντιστήριο.
Με πήρε από το χέρι, όπως έκανε πάντα και φτάσαμε μέχρι την παιδική χαρά ακριβώς λίγο πιο κάτω από το σπίτι μας. Η μαμά έβγαινε συχνά να μας δει από το μπαλκόνι. Μου είπε στο δρόμο ότι δεν θα άντεχε την γκρίνια μου αν δεν με πήγαινε και σήμερα. Εγώ μέσα μου χαμογέλασα γιατί τελικά με αγαπάει και μου κάνει όλα τα χατίρια. Λίγο πριν σκοτεινιάσει για τα καλά γυρίσαμε στο σπίτι. Πάντα χέρι – χέρι και πάντα η μητέρα μου να μας βλέπει από το μπαλκόνι. Ο πατέρας μου θα πήγαινε την Εβίτα στο φροντιστήριο. Τα σιχαινόταν τα αγγλικά αλλά έπρεπε να πάει. Ευτυχώς πριν φύγει έτρεξα να τη φιλήσω από τη χαρά μου που με πήγε να παίξουμε. Μου χάιδεψε το κεφάλι λίγο πριν βγει από τη πόρτα. «Θα τα πούμε πιο βράδυ μικρέ…» μου είπε και μου χαμογέλασε και ήταν όμορφη η αδερφούλα μου… πολύ όμορφη.
Την επόμενη μέρα θα έβλεπα την αδερφή μου παντού.
Οι γονείς μου άυπνοι, εμφανώς ταλαιπωρημένοι και γεμάτο δάκρυα στέκονταν ανυπόμονα πάνω από τα τηλέφωνα. Ο πατέρας μου πηγαινοερχόταν στο σαλόνι νευρικά βρίζοντας. Η μητέρα μου έκλαιγε ασταμάτητα. Ένα «τι έγινε» θα πω και θα πέσει στο πάτωμα χωρίς να μου δώσει κανείς σημασία. Τρέχω στο δωμάτιο της Εβίτας αλλά το κρεβάτι της είναι στρωμένο. Φυσικά και δεν καταλαβαίνω τίποτα ούτε καν το πώς γέμισε η γειτονιά μας ξαφνικά με εκείνα τα περίεργα χαρτιά που είχαν τη φωτογραφία της αδερφής μου παντού, πως στην τηλεόραση ανάμεσα στις διαφημίσεις χτυπάει ασταμάτητα αυτή η σειρήνα και ύστερα ξεπροβάλει και πάλι το πρόσωπο της αδερφής μου. Συλλαβίζω βιαστικά εκείνη τη λέξη που ήταν με κόκκινα κεφαλαία γράμματα. Αγνοείται…
Με λένε Άγγελο.
Έχουν περάσει δέκα χρόνια από τότε που πήγαμε την τελευταία βόλτα με την αδερφή μου. Τα χρόνια πέρασαν γρήγορα για εμένα μέσα σε ένα σπίτι που άλλαξε από τη μια στιγμή στην άλλη. Η μητέρα μου ακόμα ελπίζει. Εγώ πάλι έχω πάψει να την περιμένω να έρθει να με πάρει από το χέρι να πάμε τη βόλτα μας ξανά…
Άφησε το σχόλιο σου