Με λένε Ανθή.
Είμαι ένα εικοσιτετράχρονο κορίτσι που μόλις αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο Οικονομικών της Αθήνας. Λατρεύω το διάβασμα και κυρίως όλα εκείνα τα ρομάντζα που η μητέρα μου φώναζε να ξεκολλήσω επιτέλους το κεφάλι μου από τα βιβλία που με έκαναν να ονειρεύομαι το πριγκιπόπουλο του παραμυθιού που ποτέ δε θα έρθει. Περίεργο, μα εγώ γεννήθηκα με αυτό το ρομαντισμό.
Από τότε που με θυμάμαι, έτρεχα ψάχνοντας στα παιχνίδια μου να αναζητώ μανιωδώς εκείνα τα ρομαντικά παραμύθια με τις πριγκίπισσες και τα happy end. Ξέρετε ποιες λέω. Όλες εκείνες τις γνωστές ηρωίδες που στο πρόσωπο τους αποτύπωνα το δικό μου γιατί σε κάθε ανάγνωσμα τους, εγώ ήμουν μέσα στα παραμύθια και όχι εκείνες. Άλλωστε το καθένα το ζούσα απόλυτα και αν και ήξερα το τέλος πάντα χάραζε στο πρόσωπο μου εκείνο το χαμόγελο που έφτανε μέχρι τα αυτιά μου κάνοντας με να φαίνομαι αιώνια ονειροπόλα.
Τον λένε Άλκη.
Και πριν προλάβω να το καταλάβω ήρθε αρχικά σαν πριγκιπόπουλο να γεμίσει την καρδιά μου με όμορφα κατακόκκινα τριαντάφυλλα. Ήταν και τα αγαπημένα μου λουλούδια άλλωστε και εγώ κάθε τρεις και λίγο έσκυβα να σφραγίσω τη μυρωδιά τους στα ρουθούνια μου. Σα γνήσιο πριγκιπόπουλο, συχνά μου έλεγε ότι εκεί έξω υπήρχαν λευκοί δράκοι που πάλευε καθημερινά για να νικήσει. Ποτέ όμως δε μου έλεγε αν τα κατάφερνε τελικά ή όχι.
Πάντα γύριζε με την ίδια ψυχολογία κρατώντας τη στα χέρια που δε μπορούσα να ψυχολογήσω αν ήταν του νικητή ή του ηττημένου. Με απομόνωνε όμως διακριτικά από τη συζήτηση αυτή γιατί προτιμούσε να γεμίζει της στιγμές μας με όλη την τρυφερότητα του κόσμου. Το βλέμμα του έμοιαζε να πέφτει πάνω μου κρυστάλλινο πολλές φορές και ο έρωτας είχε ξετρυπώσει για τα καλά από κάθε γωνιά που κρυβόταν και μας πετούσε τα βέλη του σχηματίζοντας καρδούλες σε κάθε στόχο του. Εκείνος, ήταν το άλλο μου μισό. Τόσο γρήγορα, τόσο βιαστικά, τόσο απροσδιόριστα. Σαν τον έρωτα που περίμενα χρόνια. Με την πρώτη ματιά της καρδιάς μου. Κάπως έτσι το ένιωσα αυτό το πρωτόγνωρο συναίσθημα για εμένα.
Ποτέ μου δε κατάλαβα εκείνα τα δάκρυα που σε πολλές από τις συναντήσεις μας τα άφηνε να κυλήσουν αργά στα μάτια του κοιτάζοντας με βαθιά. Δε μιλούσε για εκείνα και εγώ είχα μάθει να τα αγαπώ σιωπηλά.
Τον έλεγαν Άλκη.
Και εκείνα τα τριαντάφυλλα που από την τόση ομορφιά τους δεν είχα προλάβει να δω τα μικρά αγκάθια που κουβαλούσαν, εκείνη τη μέρα ξέσκισαν την καρδιά μου και εκείνα ποτίστηκαν με το αίμα μου που έτρεχε αργά μέσα μου πλημμυρίζοντας με πόνο. Οι λευκοί δράκοι τον κατασπάραξαν ένα βράδυ που άφησε την τελευταία του πνοή σε ένα εγκαταλελειμμένο οικόπεδο που έκρυβε κάθε τρεις και λίγο τα σκοτεινά του όνειρα. Εκείνα, που δεν είχε το θάρρος να μοιραστεί με κανένα. Ούτε καν με εμένα.
Οι λευκοί δράκοι του χάρισαν το λευκό θάνατο και τώρα στο μυαλό μου κάπως έτσι είναι όλα. Μονόχρωμα. Και όσο μέσα από τα μαύρα μου ρούχα προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου ότι από κάπου υπάρχει λίγο φως να αχνοφαίνεται, τόσο η μορφή του πάνω από την ηρωίνη έχει γίνει ο εφιάλτης που τον πήρε μακριά μου.
Άφησε το σχόλιο σου