ΕΚΕΙΝΗ Η ΦΟΙΤΗΤΡΙΑ ΠΟΥ ΠΛΗΡΩΝΕΤΑΙ
Έρωτα πληρωμένο τον είπανε. Εκείνη έτρεξε κοντά του από ανάγκη. Δεν μπορεί κανείς να πει ότι είχε και πολλές συναναστροφές μαζί του. Ήταν άλλωστε μόνο δεκαεννέα ετών. Πολύ μικρή και άπειρη για να συλλέξει σε μια απόφαση όλη τη χαμένη νιότη της. Έπρεπε όμως να το κάνει. Αυτά τα χρήματα δεν θα ερχόντουσαν ποτέ πιο γρήγορα και εκείνος ήταν ο μόνος δρόμος για να τα καταφέρει.
Ξέρω τώρα πως η πρώτη σκέψη σου τρέχει στο αυτονόητο.
Η κατακραυγή αυτή τη στιγμή έχει γίνει πιστή σου φίλη και δίπλα από το αυτί σου ψιθυρίζει με εκείνο το σατανικό της ύφος ότι αυτό το πλάσμα δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια παρακμιακή ύπαρξη. Βρώμικη στο σώμα και στην ψυχή. Φυσικά και μπορείς να κρίνεις και την ψυχή της, όχι μόνο το σώμα της. Άλλωστε η πρώτη αντίδραση του κόσμου αυτή είναι. Να γίνεται δικαστής μέσα στην ηθικολογία του. Και πίστεψε με ο καθένας μπορεί να κουβαλάει τη δική του, αλλά πάντα η καμπούρα του αλλουνού είναι μεγαλύτερη από τη δική μας. Πάντα. Και είναι νόμος αυτός σε οτιδήποτε «κακό» συμβαίνει εκεί έξω. Έξω από την πόρτα του σπιτιού μας και ας είναι ότι να ναι. Μακριά από εμάς όμως. Για να μπορούμε από το καθαρό μας σπίτι να κρίνουμε και να κατακρίνουμε οτιδήποτε μας προκαλεί δυσοσμία. Το δικό μας στόμα άλλωστε μπορεί να εκφράζει τις βρομιές της, αλλά το δικό της παραμένει βρόμικο μέσα από την επιλογή της. Εξάλλου δε θα ξεβρομίσει ποτέ. Η βρομιά θα τη συνοδεύει για πάντα.
Αυτά είναι μια πολύ λογική εξήγηση για τη γειτόνισσα, το φίλο που θα χάσει, τον περιπτερά, όλα εκείνα τα κορίτσια που θα ψιθυρίζουν κουτσομπολιά στο πέρασμα της. Είναι μια πολύ λογική εξήγηση προς όλους εκείνους που αυτοβαπτίζονται ηθικοί. Πως άλλωστε να μην το κάνουν; Εκείνοι πάντα κάνουν το σωστό. Στο δρόμο το δικό τους καμία ηθική σκέψη δεν θα τους άφηνε να τρέξουν στην παρακμή. Θα είχαν διαφορετικές λύσεις μπροστά τους. Οι επιλογές τους θα ήταν πάντα πιο καθαρές.
Την λένε Άννα λοιπόν και είναι φοιτήτρια.
Μπήκε στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας μετά από πολύ διάβασμα και κόπο. Όχι με την πρώτη της προσπάθεια. Φυσικά όχι… βλέπεις έπρεπε παρέα με το σχολείο να μεγαλώνει και εκείνο το μικρό της αδερφό, αφού η μητέρα της δούλευε όλη μέρα για να τα βγάλουν πέρα και εκείνα τα καταραμένα χρήματα ποτέ δεν ήταν αρκετά. Εκείνο το δυάρι έμοιαζε περισσότερο με ερείπιο παρά με σπίτι. Ο χειμώνας ήταν πάντα αφόρητος για όλους εκεί μέσα. Το μόνο που ήξερε να κάνει είναι να βάζει τον αδερφό της μέσα στην αγκαλιά της για να τον ζεσταίνει τα κρύα βράδια που η παγωνιά θέριζε εκείνους τους ξεφτισμένους τοίχους.
Τον πατέρα της δεν τον γνώρισε ποτέ. Μια ξεθωριασμένη φωτογραφία και ίσως να ήταν και η μοναδική που τη συντρόφευε πάντα. Το μόνο που έχει σαν ανάμνηση από εκείνον είναι η κιτρινισμένη του όψη από αυτή τη φωτογραφία. Τον έχασαν όταν ήταν πολύ μικρή. Καρδιακή προσβολή έγραφαν τα χαρτιά. Εκείνη δεν ήξερε πολλά, δεν ρώταγε ποτέ. Ένα όνειρο μόνο είχε. Ήθελε να μπει στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο για να γίνει κάποια μέρα σπουδαία οικονομολόγος.
Όχι για να σώσει τον κόσμο, αλλά τον μικρόκοσμο της.
Άφησε το σχόλιο σου