ΜΕ ΑΦΗΣΕΣ ΜΟΝΗ ΜΟΥ
Με λένε Νάντια.
Μεγαλωμένη σε μια κλασσική οικογένεια από εκείνες που συναντάς καθημερινά στο δρόμο. Άνθρωποι καθημερινοί του μεροκάματου. Να τελειώσουν τη δουλειά, να έρθουν σπίτι, να βάλουν το μεροκάματο στο «κουμπαρά». Οικονομία μέχρι το κόκκαλο γιατί πάνω από όλα πρέπει σε δύο χρόνια να σπουδάσω και στη συνέχεια ακολουθούν και οι μικρές μου αδερφές. Βλέπεις είμαστε τρεις. Ζωή να έχουμε… Η Σοφία πάει πρώτη γυμνασίου και η μικρή μας φέτος μπήκε στο δημοτικό. Εντάξει, λίγο πολύ μπορείς να φανταστείς πως είναι ένα σπίτι με τόσες γυναίκες. Η μία πάντα φροντίζει για την άλλη. Υπάρχουν όμως και φορές που οι τσιρίδες μας ακούγονται σε όλο το τετράγωνο. Μπορεί να μας έχεις ακούσει καμιά φορά.
Το όνειρο μου είναι να σπουδάσω παιδαγωγικά. Δεν παρέκκλινα και ποτέ από αυτό το όνειρο. Ανυπομονώ για τη μέρα που θα είμαι στην αφετηρία του ονείρου μου και το ταξίδι της φοιτητικής μου ζωής θα πάρει σάρκα και οστά. Είμαι σίγουρη ότι θα πέσω με τα μούτρα στο διάβασμα, άλλωστε είναι κάτι που αγαπώ. Πόσο μάλλον όταν θα ειδικευτώ πάνω σε κάτι που λαχταράω χρόνια.
Με τη μοναξιά τα πάω σχετικά καλά. Ιδιαίτερη αδυναμία στον πατέρα μου που είναι και εκείνος κάπως πιο μοναχικός από τους υπόλοιπους. Μοιάζουμε σε αυτό. Τον φροντίζω από την ώρα που θα μπει στο σπίτι. Δε θα έλεγα ότι είναι ακριβώς ο πρίγκιπας μου μιας και ο πατέρας μου πιο πολύ για ζητιάνος μοιάζει παρά για πρίγκιπας. Απλά για κάποιο ανεξήγητο λόγο νιώθω συνεχώς ότι είναι απροστάτευτος. Και έπειτα δε σταματάει και ποτέ. Άνθρωπος της δουλειάς. Τρέχει από μεροκάματο σε μεροκάματο να μη μας λείψει τίποτα. Τρέχει για εμάς. Όλα αυτά χαρακτήριζαν τον πατέρα μου και νόμιζα ότι τον ήξερα καλά ή μήπως τελικά όχι;
Εκείνη εντυπωσιακή.
Ψηλή ξανθιά με κορμί που μπορείς να πεις ότι έκοβε και την ανάσα για την ηλικία της, καλοστεκούμενη. Ούτε πολύ μικρή ούτε πολύ μεγάλη. Ότι έπρεπε για να βάλει ένα μπουρλότο και να φύγει. Να φύγει αλλά όχι μόνη της. Μέσα από τις στάχτες άλλωστε κάτι θα έπρεπε να πάρει και αυτό ήταν κάτι πολύτιμο για εκείνη. Ο πατέρας μου με τα λεφτά. Η Ρωσίδα που έκανε τη μητέρα μου να τρώει καθημερινά το ένα χαστούκι μετά το άλλο στην μικρή κοινωνία που ζούσαμε ήταν η αφορμή για να μας αφήσει όλους πίσω εκείνος ο ταπεινός ζητιάνος που νόμιζα ότι ήξερα. Για τον πατέρα μου λέω που έφυγε σαν ξελιγωμένος έφηβος μέσα στη νύχτα. Ούτε καν σαν κλέφτης γιατί στην τελική πίστευε ότι δεν έκλεψε και τίποτα. Μόνο τον κόπο του και πέντε ρούχα που είχε. Δικά του ήταν δεν τα έκλεψε. Μαζί με αυτά όμως πήρε και τα όνειρα όλων μας. Της οικογένειας του.
Ο «κουμπαράς» μέσα σε μια νύχτα έσπασε και άδειασε απότομα. Η μητέρα μου έμεινε μόνη της να καταριέται τους πάντες μαζί με εμάς. Άντε τώρα να συνέρθεις εσύ. Ένας ανθρωπάκος που εξαφανίστηκε με την κυρία υπέρλαμπρη μέσα σε μια νύχτα αφήνοντας μας πίσω σαν ορφανά. Μας ξέγραψε. Και όσο και αν δεν μπορούσα να το δεχτώ μέσα μου όλο αυτό που μας συνέβαινε τόσο η μάνα μου έβριζε από το πρωί μέχρι το βράδυ.
Πως μας το είχε κάνει αυτό ο πατέρας μου; Ο ανθρωπάκος. Εκείνος ο μεροκαματιάρης. Αρκετά τον είχαμε υποτιμήσει τελικά και δεν είχε πάρει κανείς γραμμή ούτε το πόσο είχε διαρκέσει αυτή η παράλληλη ζωή που είχε.
Φυσικά και ξέχασα τα παιδαγωγικά. Όλα τα χρόνια της ζωής μου τα πέρασα σε εκείνο το ρημαγμένο μας σπίτι. Χαντακώθηκα για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε. Ξενοδούλευα μέρα νύχτα και εγώ και η μάνα μου. Ξαφνικά δεν έμοιαζα μαζί του, πήρα το ρόλο του. Όλα αυτά τα χρόνια ακούω μόνο θυμό και αγανάκτηση από τη μάνα μου και τις αδερφές μου. Εγώ δεν έχω πει κουβέντα από τότε, κάθε φορά που νυχτώνει ακόμα περιμένω να ανοίξει την πόρτα και να τρέξω κοντά του να τον φροντίσω… Όπως παλιά… Σαν να μην έγινε τίποτα.
Άφησε το σχόλιο σου