Θέλω να σου μιλήσω για εκείνο το κορίτσι που με έκανε να αναρωτηθώ τι γεύση μπορούσα να σφραγίσω στην άκρη των χειλιών μου την ώρα που ήμουν στην άκρη του γκρεμού.
Λίγο πριν αφήσω τα όνειρα μου να διασκορπιστούν στον αέρα, η ζωή μου κρεμόταν από εκείνο το νήμα που είχε πάνω το όνομα της. Ολόχρυσα γράμματα έντυσαν την τελευταία σκέψη μου και εκείνη στεκόταν εκεί κοιτώντας με βαθιά μέσα στα μάτια.
Σήμερα δε μπορούσα να κρατήσω την υπόσχεση μου και ήταν κάτι που δε το άντεχα στον εαυτό μου γιατί είμαι από εκείνα τα παιδιά που έχουν μπέσα στο λόγο τους.
Μην της πεις ότι την πρόδωσα.
Μην της πεις ότι δεν τα κατάφερα.
Προτιμώ να επικρατεί η ψευδαίσθηση μέσα της που μου δίνει πνοή να νιώθω ότι στα δικά της μάτια είμαι ακόμα ο μικρός ήρωας της. Ότι μέσα από το πλήθος ήμουν και είμαι ότι πιο διαφορετικό συνάντησε.
Την πληγώνω ήδη γνωρίζοντας την αλήθεια. Αλλά μην της το πεις.
Ίσως τα ένοχα μυστικά να πρέπει κάπως άδοξα να μένουν για πάντα θαμμένα μέσα μας, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Ίσως η καρδιά να μη μπορεί να ζει αιώνια σε μια αρμονική σχέση με το μυαλό. Δεν μπορώ να μη γονατίσω όμως στην αλήθεια μου.
Πώς να της πω ότι τα όνειρα που έπλασε κοντά μου στολίζουν τον άλλο μου εαυτό; Εκείνο που μου είναι αδύνατο να απαρνηθώ.
Το τέρας που με πληγώνει.
Άφησε το σχόλιο σου