Με πληγώνουν τα λόγια των μεγάλων.
Εκείνες οι σοφές κουβέντες που βαραίνουν κάθε χτύπο της καρδιάς μου γίνεται ένας δυνατός χείμαρρος από πελαγωμένα συναισθήματα. Δεμένος κόμπος είναι και απόψε τα όνειρα μου. Τόσος κόσμος γύρω μου, μα εγώ μακριά από όλους και όλα. Δύσκολη που είναι Θεέ μου η εφηβεία. Ανεξήγητο το δάκρυ που κρατώ σφιγμένο στην άκρη των ματιών μου.
Υψώνω το βλέμμα μου στο σκοτεινό ουρανό. Μαύρο πέπλο οι στοιχειωμένες μου σκέψεις. Σκεπάζει κάθε χτύπο της καρδιάς μου. Κανείς δε με καταλαβαίνει. Είμαι σίγουρη ότι κανέναν δεν έχω και απόψε για συντροφιά. Ποιος άραγε μπορεί να ακούσει τις ψιθυριστές κραυγές μου. Κλείνουν κάπως περίτεχνα όλοι τα αυτιά τους. Δε θέλουν να νιώσουν το τέρας που κρύβω μέσα μου.
Εκείνος, ο άγνωστος εαυτός μου. Με τρώει κάθε μέρα όλο και πιο πολύ. Θα περάσει, μου είπαν και τράβηξαν την κουρτίνα για να μπει λίγο φως. Μα αντί τον ήλιο, εγώ άπλωσα το χέρι μου και έπιασα το φεγγάρι.
Δύσκολη που είναι Θεέ μου η εφηβεία.
Πυρώνει τη σάρκα μου σα φλόγα που θέλει να με κατασπαράξει. Δείξε μου το δρόμο πώς να παραμείνω παιδί. Μη με κάνεις να ακροβατώ ανάμεσα στο τώρα και το μετά. Εκείνοι μεγαλώνουν και ξεχνούν. Εγώ δε θέλω. Πιάσε το χέρι μου και δώσε μου τη λύτρωση που μου χρωστάς.
Άφησε το σχόλιο σου