«Οι άλλοι δεν θα καταλάβαιναν ποτέ. Μόνο εσύ μπορούσες να με ακούσεις. Μόνο εσύ διάβαζες τις σιωπές μου. Όπως και τώρα που ήμουν σίγουρη ότι με άκουγες. Πάντα αυτό έκανες και πάντα είχες έναν μοναδικό τρόπο να μου το αποδεικνύεις. Μέσα στην αγκαλιά σου – αυτή τη ζεστή αγκαλιά – που κρύβει τη δική μας θέρμη, θυμάσαι; Δεν ήταν λίγες οι φορές λοιπόν που αναρωτήθηκα τι να είναι ο έρωτας; Γύρευα να δώσω τις σωστές απαντήσεις μα δεν τα κατάφερνα. Μονάχα ένιωθα ένα φτερούγισμα στην καρδιά και έπειτα ένα γλυκό αεράκι σαν εκείνο που αφήνει το πέταγμα μιας πεταλούδας πίσω της. Η αίσθηση είναι πάντα μαγική και κάπως μαγική θα πρέπει να είναι η κάθε στιγμή που αναπνέει ένας ερωτευμένος. Δεν βρίσκω τις σωστές λέξεις. Ούτε τις λάθος. Αυτό με κάνει να πιστεύω ότι τη στιγμή εκείνη μέσα στην αγκαλιά αυτή όλα ήταν ιδανικά. Δεν με ένοιαζε καν στη διαδικασία αυτή να αναζητήσω το δρόμο που θα μου έδινε κάποιες απαντήσεις. Ξέρεις γιατί; Επειδή ήσουν και ήμουν εκεί. Ήταν η στιγμή μας και αυτό δεν μπορούσε κανείς να μας το κλέψει. Πόσες στιγμές μας δεν μας είχαν κλέψει; Και εμείς μοιάζαμε να έχουμε απομονώσει το δυνατό μας συναίσθημα μακριά απ’ όλους και όλα. Μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα γνωστών και αγνώστων. Είχαν όλοι μία άποψη για αυτή τη σχέση. Μα εγώ, γνώριζα. Και εσύ, γνώριζες και αυτό ήταν πάντοτε αρκετό και για τους δυο μας. Που να εξηγήσω και τι ακριβώς να πω; Τα δυνατά συναισθήματα απλά υπάρχουν και με την δύναμη τους μπορούν πάντοτε να κάνουν τα πάντα ακαταμάχητα μαγικά.
Ο ταχυδακτυλουργός του έρωτα θα έντυνε όλα τα κόλπα του με τα ονόματα μας και εμείς δεν είχαμε παρά να αφεθούμε στα παιχνίδια του. Παιχνίδια που έπλεκαν με μαεστρία την ψευδαίσθηση γιατί κάποια στιγμή αγάπη μου όλα γκρεμίζονται. Όλα σκάνε στην αρχή σαν πυροτέχνημα. Σαν εκείνο το βεγγαλικό που σε κάνει να το θαυμάζεις για λίγα λεπτά την ώρα που σκάει στον αέρα για να διασπάσει την λάμψη του και έπειτα; Η λάμψη χάνεται και όλα αργοσβήνουν στο κατάμαυρο φόντο. Σήμερα ξανά βλέπω εκείνο το βεγγαλικό. Το δικό μας. Με έσφιξες στην αγκαλιά σου εκείνο το βράδυ αφήνοντας μου μερικά σκαστά φιλιά στα χείλη και εγώ κάτω από αυτή την λάμψη, θαύμαζα κάθε πτυχή του προσώπου σου που φέγγιζε νοερά. Έσβηνε η λάμψη. Αργά και βασανιστικά χανόταν και εσύ παρέμενες εκεί, δίπλα μου να μου δείχνεις υψώνοντας το χέρι τον ουρανό, λέγοντας μου ότι στο κατάμαυρο φόντο τους παρέμεναν πάντα φωτισμένα τα αστέρια και εγώ κούρνιαζα όλο και περισσότερο στην αγκαλιά σου και άφηνα τις αναπνοές μου πλάι στο καρδιοχτύπι της καρδιάς σου. Πάλευα να βρω τον ρυθμό του να τον συγχρονίσω με τις ανάσες μου και να νιώσω ότι εγώ και εσύ είμαστε ένα.
Πάντα θα είμαστε ένα. Ακόμα και αν η γη πάψει να γυρίζει. Έτσι δεν είναι;
Ακουμπώ το τζάμι.
Με την αναπνοή μου γίνεται θολό. Γρήγορα επανέρχεται και έπειτα πάλι θολό. Για μία στιγμή θέλω να κάνω το χέρι μου μία γροθιά και να το σπάσω. Είναι το εμπόδιο σε εμένα και σε εσένα. Ένα εμπόδιο που θέλω με όλη τη δύναμη να κάνω θρύψαλα και να τα αφήσω να πέσουν μπρος στα δυο μου πόδια. Να δω ότι το νίκησα. Να προσπεράσω. Να φτάσω κοντά σου και να σου πω ότι είμαι εδώ. Για πάντα θα είμαι εδώ. Πίσω μου διαλύει τη σκέψη μου μία ψιθυριστή φωνή. Πόσο την μισώ που μου τσακίζει τόσο απροκάλυπτα την σκέψη μέσα στην φαντασία μου.
«Ψιχαλίζει…» Ακούγεται η φωνή.
Και εγώ στρέφω το δακρυσμένο βλέμμα μου αναζητώντας το παράθυρο στο βάθος μέσα από τον λευκό διάδρομο. Το φως είναι έντονο και όλα γύρω μου έχουν την αίσθηση του αποστειρωμένου. Κοιτάζω προς τα εκεί λοιπόν αναζητώντας την επιβεβαίωση στη διαπίστωση της. Για μερικά λεπτά νιώθω ότι κάνει λάθος. Η σκέψη μου αυτή μπερδεύεται μέσα σε πνιχτά χαμηλόφωνα γελάκια. Με εκνευρίζει που κάποιοι γύρω μου βρίσκουν νόημα να συνεχίσουν να γελούν. Μα πως μπορούν και το κάνουν; Για εμένα η στιγμή αυτή μοιάζει να έχει σταματήσει μέσα στο χρόνο. Και όμως. Αυτό δεν ενδιαφέρει κανέναν τους.
«Τι ωραία που βρέχει…» Ξανακούγεται η ίδια φωνή και εγώ στρέφω αυτή τη φορά το βλέμμα μου απειλητικά επάνω της.
Δεν με κοιτούν όμως. Είναι πλάτη και οι δύο. Δύο γυναίκες μεσήλικες που έχουν πιάσει την ψιλή κουβέντα στον διάδρομο. Κάνουν το πικρό γλυκό. Δύο άγνωστες στο να βιώσουν έστω και στο ελάχιστο την μοναξιά μου. Και εγώ σωπαίνω. Καρφώνω ξανά το βλέμμα μου στο παράθυρο που ξεμακραίνει. Αναζητώ την ψιλή βροχή αγκαλιάζοντας ασυναίσθητα το τζάμι που έχω μπροστά μου. Γυρίζω το βλέμμα μου και πάλι κοιτώντας προς τα μέσα. Δεν με ακούς. Είμαι σίγουρη ότι δεν με ακούς. Ίσως να ήρθε εκείνη η στιγμή που θα πρέπει να αποδεχτώ ότι δεν θα ακούς ούτε τις σιωπές μου και τότε αφήνω το κούτελο μου να πέσει βαρύ πάνω στο τζάμι. Μακάρι ο ήχος αυτός να σε ξυπνούσε. Να ήταν ικανός για να σου δώσει πνοή. «Έξω βρέχει…» Την αγαπούσες την βροχή, θυμάσαι; Ακόμα την αγαπάς. Σήκω να πάμε να χορέψουμε μαζί μέσα στην αγκαλιά της. Σήκω να σε πιάσω από το χέρι και να σου δείξω ότι δεν την απεχθάνομαι πια. Να σου δείξω ότι εσύ ήσουν ο λόγος που εγώ αγάπησα όλα όσα φοβόμουν στη ζωή γιατί εσύ και μόνο ήσουν η ζωή μου…»
********************************
Άφησε το σχόλιο σου